- Σκαιαί
- Σκαίηfem nom/voc pl (doric)Σκαιαίfem nom/voc plΣκαιόςleftfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκαιαί — σκαιός left fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκαιᾶι — Σκαιᾷ , Σκαίη fem dat sg (attic doric aeolic) Σκαιᾷ , Σκαιός left fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαιᾶι — σκαιᾷ , σκαιός left fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκαιαί Πύλαι — Οι δυτικές πύλες της Τροίας, οι οποίες αναφέρονται συχνά από τον Όμηρο. Κοντά σ’ αυτές διαδραματίστηκαν σπουδαία περιστατικά της Ιλιάδας, όπως ο αποχαιρετισμός του Έκτορα και της Ανδρομάχης, ο φόνος του Έκτορα κλπ. Σύμφωνα με την άποψη του… … Dictionary of Greek
ТРОАДА — • Troas, Τρώας, также Τροία (Хеn. Anab. 7, 8, 7. Hdt. 5, 122) или Ίλιὰς γη̃, область древнего города Трои, впоследствии вошла в состав Мисии, но сохранила свое название; в южном направлении простиралась от морского берега около Абида … Реальный словарь классических древностей
Portes Scées — Les Portes Scées (en latin Portae Scaeae, en grec ancien Σκαιαί πύλαι, de σκαιός « occidental ») sont une double porte de l enceinte de Troie. Seule porte qui soit mentionnée par Homère, elle était située près du tombeau de Laomédon et… … Wikipédia en Français
σκαιός — ά, ό / σκαιός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ή, Ν μτφ. (για πρόσ.) βάναυσος, τραχύς, σκληρός, απότομος (α. «ο σκαιός χαρακτήρας του τόν αποξενώνει από όλους» β. «σκαιός.... καὶ ἀναίσθητος», Δημοσθ.) αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται προς τα αριστερά, αριστερός… … Dictionary of Greek
Σκαιαῖς — Σκαίη fem dat pl (doric) Σκαιαί fem dat pl Σκαιός left fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκαιάς — Σκαιά̱ς , Σκαίη fem acc pl (doric) Σκαιά̱ς , Σκαιαί fem acc pl Σκαιά̱ς , Σκαιός left fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκαιάων — Σκαιά̱ων , Σκαία fem gen pl (epic aeolic) Σκαιά̱ων , Σκαίη fem gen pl (epic doric aeolic) Σκαιά̱ων , Σκαιαί fem gen pl (epic aeolic) Σκαιά̱ων , Σκαιός left masc/fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)